|
Στην αίθουσα της Γερουσίας, την Τετάρτη, 11 Ιανουαρίου του 2005, οι Υπουργοί Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης και Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας, παρουσιάστηκαν στα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης. Η Διαρκής Επιτροπή συνεδρίασε με θέμα ημερήσιας διάταξης: «Ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 41Α΄ του Κανονισμού της Βουλής, από τους Υπουργούς Δημοσίας Τάξεως και Δικαιοσύνης σχετικά με την απαγωγή και ανάκριση αλλοδαπών μεταναστών».
Η συνεδρίαση ξεκίνησε με το διαδικαστικό θέμα εάν θα επιτρεπόταν η τηλεοπτική κάλυψη της συζήτησης. Ο κ. Βουλγαράκης επικαλέστηκε την προστασία απόρρητων στοιχείων και πληροφοριών και τελικά αποφασίστηκε να μην επιτραπεί η τηλεοπτική κάλυψη, αλλά να πραγματοποιηθεί η συζήτηση παρουσία δημοσιογράφων. Η διαδικασία εισηγήσεων των υπουργών και ερωτήσεων από τους βουλευτές – μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Κωνσταντάρας- ήταν άψογη και διήρκεσε περίπου δυο ώρες.
Τι είπε ο Γιώργος Βουλγαράκης:
Η βασική του θέση ήταν πως οι έλεγχοι που έγιναν σε αλλοδαπούς το περασμένο καλοκαίρι στην Ελλάδα έπειτα από βρετανικό αίτημα, αφότου έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο, ήταν νόμιμοι. Διευκρίνισε ότι οι ελληνικές αρχές πραγματοποίησαν το καλοκαίρι έρευνες διακρίβωσης πληροφοριών σχετικά με δραστηριότητες προσώπων που διαμένουν στην Ελλάδα, σχετιζόμενες με το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο. Στο πλαίσιο των ερευνών, ελέγχθηκαν πάνω από 5.000 αλλοδαποί και προσήχθησαν πάνω από 2.000, χωρίς να προκύψει κάτι το ανησυχητικό, ενώ συνελήφθησαν 1.221, ωστόσο για άλλους λόγους.
Μεταξύ των παραπάνω ήταν Πακιστανοί μετανάστες (117 τον Ιούλιο και 166 τον Αύγουστο), εκ των οποίων απελάθηκαν έξι, ωστόσο οι καταγγέλλοντες δεν είναι μεταξύ αυτών που ελέγχθησαν. Στις έρευνες δεν συμμετείχε η ΕΥΠ. «Ούτε εμείς, ούτε και καμιά άλλη ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να καταφύγει σε μάσκες, κουκούλες και άλλες τζεϊμσ-μποντικές μεθόδους, όχι μόνο για λόγους αρχής, αλλά γιατί το σύστημά μας, μας επιτρέπει να πετυχαίνουμε νόμιμα και αποτελεσματικά, τους στόχους που βάζουμε», δήλωσε ο κ. Βουλγαράκης.
Ο κ. Παπαληγούρας:
Την ίδια πεποίθηση εξέφρασε και ο υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε και διανοείται πως υφίστανται τέτοιου είδους συμφωνίες στο πλαίσιο του αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Ο κ. Παπαληγούρας διευκρίνισε πως δεν υφίσταται έλλειψη συνεργασίας μεταξύ του υπουργείου του και του αντίστοιχου υπουργείου Δημόσιας Τάξης και υπογράμμισε πως «η κυβέρνηση, προτάσσοντας τη δικαστική έρευνα, αντέταξε τη νομιμότητα στην επικίνδυνη φημολογία».
Για τις καταγγελίες και την ΕΥΠ:
Αναφερόμενοι στις καταγγελίες των Πακιστανών, ο κ. Βουλγαράκης συνέστησε «σε όσους θεωρούν δεδομένο ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως αναφέρονται στις καταγγελίες, να είναι λίγο κρατημένοι, ενώ ο κ. Παπαληγούρας σημείωσε ότι «η κυβέρνηση προτάσσοντας τη δικαστική έρευνα αντέταξε τη νομιμότητα στην επικίνδυνη φημολογία».
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης απέδωσε την έκταση που έλαβε η φημολογία για απαγωγές των Πακιστανών μεταναστών σε ελάχιστες μειοψηφίες της ΕΥΠ που αρνούνται να προσαρμοστούν στον εθνικό ρόλο που επιτελεί τα τελευταία χρόνια η υπηρεσία τους, καθώς και στη γενικότερη στάση των μέσων ενημέρωσης.
Σχετικά με τους κατονομασθέντες πράκτορες της ΕΥΠ, που φέρονται να συμμετείχαν στις καταγγελόμενες απαγωγές, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ανέφερε ότι ο ένας βάπτιζε το παιδί του την ημέρα της «ανάκρισης», ο δεύτερος -κατά μαρτυρία και του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Π.Αντωνακόπουλου- παραθέριζε στην Αυστρία την επίμαχη περίοδο, ενώ ακόμα και για τον Βρετανό διπλωμάτη, ο οποίος φέρεται να συμμετείχε στις ανακρίσεις ως μυστικός πράκτορας, «υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για το πού βρισκόταν και γιατί δεν μπορούσε να συμμετέχει», όπως είπε.
Επικριτικός απέναντι στο δημοσίευμα που αποκάλυψε τα ονόματα των πρακτόρων της ΕΥΠ υπήρξε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, χαρακτηρίζοντας την στάση αυτή «ανεύθυνη και εγκληματική», που δημιουργεί «τεράστιο πρόβλημα στη χώρα», καθώς «δίκτυα ακυρώθηκαν, άξια στελέχη αφοπλίσθηκαν, ξένες υπηρεσίες φοβούνται τη συνεργασία μαζί μας για να μην καούν στελέχη τους». |