Το τηλέφωνο που χτύπησε γύρω στις 15.30 το απόγευμα ήταν από τον απογοητευμένο κύριο Ζαχαρία, έναν
παραδοσιακό Αθηναίο καταστηματάρχη στην περιοχή του σταθμού του ηλεκτρικού στο
Θησείο. «Βρε Δημήτρη μου, εδώ έξω από το μαγαζί, στην οδό Λεωκορίου,
έχει υποχωρήσει όλος ο δρόμος. Τα αυτοκίνητα δεν μπορούν να περάσουν, οι πεζοί
κινδυνεύουν να πέσουν και να χτυπήσουν, οι πέτρες και οι πλάκες σπάνε και τις
παίρνουν από κάτω οι ομάδες που αλληλοκαταδιώκονται και τις πετάνε η μια στην
άλλη και μερικές φορές, πέφτουν και στις βιτρίνες των μαγαζιών μας. Κάνε κάτι. Δεν
περνάει κανένας να δει, ειδοποιούμε το Δήμο και δεν έρχονται…»
Τι θα μπορούσα άραγε εγώ να κάνω για το οδόστρωμα που
υποχώρησε ;
Τρεις-τέσσερις ώρες
μετά, το επόμενο τηλεφώνημα ήρθε από το καθαριστήριο στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου με το παράπονο ότι έχει
καεί η λάμπα του Δημοτικού φωτισμού και μόλις σκοτεινιάσει, οι άνθρωποι φοβούνται να βγούν από το μαγαζί να
πάνε στο σπίτι τους γιατί η περιοχή είναι…επικίνδυνη. Σε λίγο ακολούθησε
νέο τηλεφώνημα, με το ίδιο πρόβλημα καμμένης λάμπας στο πάρκινγκ της
οδού Αγίου Μελετίου όπου μπαινοβγαίνουν συνεχώς αυτοκίνητα – και τη νύχτα- κι
απέξω γίνεται…πάρτι με πάρε-δώσε ναρκωτικών.
Τι θα μπορούσα άραγε εγώ να κάνω; Να πάω να αλλάξω τις
λάμπες ο ίδιος;
Τι θα μπορούσα να κάνω και πως θα μπορούσα να βοηθήσω αφού
οι δημότες με έπαιρναν στο τηλέφωνο επειδή είμαι εκλεγμένος Δημοτικός Σύμβουλος
και αναζητούσαν κάποιον να τους ακούσει,
ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος ήταν της μειοψηφούσας παράταξης και εντολές δεν μπορούσε να δώσε ;
Το επόμενο πρωί, τα «επεισόδια» έγιναν τρία. Κάπου, σ΄ ένα
ταβερνάκι της οδού Σόροβιτς, στην Πλατεία Αμερικής και σ΄ ένα καφενεδάκι στη στοά του Μπρόντγουαιη,
το βράδυ στις 10, είχαν «εισβάλει» άτομα
της Δημοτικής Αστυνομίας και με αυταρχική συμπεριφορά, τους είχαν «διατάξει»
να κλείσουν αμέσως γιατί «ενοχλούσαν».
Οι μαγαζάτορες ζήτησαν να μάθουν ποιος είχε κάνει παράπονο .
Οι Δημοτικοί Αστυνομικοί – που ούτε τους καμένους λαμπτήρες είχαν…προσέξει,
ούτε το οδόστρωμα που είχε «βουλιάξει» - δεν τους είπαν . Οι μαγαζάτορες που
βγάζουν ένα φτωχικό μεροκάματο και συντηρούν καμιά δεκαριά οικογένειες
πανικοβλήθηκαν. «Κάνε κάτι» μου ζήτησαν. Τι άραγε περίμεναν να κάνω;
Βεβαίως στο Δήμο Αθηναίων –όπως και στους άλλους Δήμους,
όπως και στην κυβέρνηση, όπως και στη Δημόσια Διοίκηση- δεν είναι ΟΛΟΙ το ίδιο
ανεπαρκείς, αδιάφοροι και… «ωχ αδερφέ». Ενδιαφέρθηκαν,
μίλησα σε αντιδημάρχους, υπεύθυνους, προέδρους οργανισμών και άλλους αιρετούς ή
υπαλλήλους που και σχετική ευαισθησία
έδειξαν και σχετική αμεσότητα. Κατάλαβαν το πρόβλημα και άρχισαν να το αντιμετωπίζουν.
Πολλά τα ερωτηματικά , τα συμπεράσματα και οι
προβληματισμοί. Οι Δημότες της Αθήνας, στις
προβληματικές γειτονιές , έτσι είχαν συνηθίσει: Όχι να απευθύνονται στις
Υπηρεσίες, στα Γραφεία των Δημοτικών Κοινοτήτων, στον Κεντρικό Δήμο αλλά στους
αιρετούς Δημοτικούς Συμβούλους. Το ίδιο κάνουν και με σοβαρότερα πράγματα, της
αρμοδιότητας της κυβέρνησης και της Κεντρικής Διοίκησης: Απευθύνονται, με όποιο
τρόπο μπορούν, σε όποιους βουλευτές ή και υπουργούν ΜΠΟΡΟΥΝ να πλησιάσουν. Το
απόλυτο πάρε-δώσε.
Βασικό συμπέρασμα : κάποιοι είχαν ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ τους πολίτες να
τους υποβάλλουν ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ «αιτήματα», λες και τους
ζητούσαν…χάρη. Λες και ο Σύμβουλος ή ο βουλευτής δεν έχει ΚΑΘΗΚΟΝ και ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να
ενεργεί . Λες και οι αιρετοί εκπρόσωποι του λαού δεν πρέπει να έχουν τη
δυνατότητα , τις εξουσιοδοτήσεις, τα «κλειδιά» για να «λύνουν» τα προβλήματα.
Ωστόσο ούτε οι
αιρετοί θεωρούν ότι έχουν αυτά τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις, ούτε θέλουν να
τα θεωρούν υποχρεώσεις αλλά έχουν επιβάλει στους πολίτες την άποψη ότι
τους…εξυπηρετούν κάνοντας – σαν να τους έκαναν …ρουσφέτι- το αυτονόητο. Αλλά
και η Κεντρική Εξουσία δεν τους έχει
δώσει τη δύναμη να μπορούν να εξυπηρετούν άνετα και αυτονόητα τον πολίτη και να του λύνουν τα προβλήματα παρά
μόνο κάνοντας …καυγά.
Βασικός προβληματισμός: Δεν είναι οι λάμπες που κάηκαν, η
κακή συμπεριφορά κάποιων Δημοτικών αστυνομικών και οι χαλασμένες πλάκες του
δρόμου το ζήτημα. Αυτά έπρεπε να
λύνονται σχεδόν αυτόματα. Ούτε ο Δήμος ή η Κυβέρνηση να αδιαφορεί, ούτε
ο πολίτης να χρειάζεται να του κάνει ΡΟΥΣΦΕΤΙ ο βουλευτής ή ο σύμβουλος.
Γιατί ίσχυε – και ισχύει- αυτό το σύστημα; Γιατί να παίρνει
μεσημεριάτικα ο πολίτης εμένα – ή τον οποιονδήποτε «εμένα»- για να …κάνει κάτι
, μια παρέμβαση, μια πίεση, μια παράκληση ώστε να κάνει κάποιος άλλος σωστά
και έγκαιρα τη δουλειά του; Γιατί να μην
ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ο πολίτης το Δήμο ή τις Υπηρεσίες ή τα Υπουργεία για να κάνουν το
αυτονόητο και να πιστεύει ότι η δουλειά του θα γίνει ΜΟΝΟ αν «μεσολαβήσει» κάποιος;
Αυτό το καθεστώς αλληλλοεξάρτησης ζει και βασιλεύει 30-40-50 χρόνια. Κανείς δεν
το πειράζει. Και αυτό μας έφερε εδώ που φτάσαμε. Ίσως επειδή όλοι οι
«υπεύθυνοι» κάποια άλλη «δουλειά» κάνουν και όχι τη δουλειά τους , γι αυτό και
δεν βλέπουν ότι τα βράχια ήδη φαίνονται και να εκπέμψουν το σήμα κινδύνου.
|