Κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθώ ένα δελτίο ειδήσεων. Και ξαφνικά,
γυρίζω πολλά χρόνια πίσω.Ήμουνα πολύ μικρός
όταν ανακάλυψα τον πραγματικό καραγκιόζ μπερντέ. Και τον Καραγκιόζη βέβαια. Σ
ένα πανηγύρι στον Άγιο Θεράποντα , στου Ζωγράφου ήτανε, καλοκαίρι, όπου ένας
πλανόδιος καραγκιοζοπαίκτης «έπαιζε» μια παράσταση. Δεν μου πολυάρεσε αλλά ήθελα να κάνω τον
έξυπνο. Και ποιος ήταν αυτός ο καραγκιοζοπαίκτης που μπορούσε να κινεί υπό το φως που έβγαζαν
5-6 μεγάλες λαμπάδες που του είχε δώσει ο παπάς κάτι χαρτονένιες εικόνες με
κάτι ξυλάκια κολλημένα και να κάνει ότι μιλούσε με διαφορετικές φωνές; Ήταν
καλύτερος από εμένα;
Τότε, όταν προσπάθησα να φτιάξω μια παράσταση,
χρησιμοποιώντας ένα λευκό σεντόνι της μάνας μου κρεμασμένο σ΄ ένα σκοινί της
μπουγάδας, δεμένο στη σιδερένια σκάλα, ανακάλυψα
τι σήμαινε η λέξη «Καραγκιόζ μπερντές».
Ήταν η κουρτίνα, το σεντόνι, η αυλαία, η οθόνη όπου προβαλλόταν η εικόνα
που γεννιόταν από το φώς που έπεφτε από πίσω στις φιγούρες και εμφάνιζε τις
σκιές τους. φιγούρες που φτιάξαμε μόνοι μας με τα «παιδιά» από χαρτόνι και τις
χρωματίσαμε με κραγιόνια και με κεριά σπαρματσέτα που τα ανάψαμε με σπίρτα. Συγγραφέας,
σκηνοθέτης ΚΑΙ «παίχτης» εγώ. Έργο: Ο
Καραγκιόζης Μεγαλέξανδρος.
Το εγχείρημα στέφθηκε από απόλυτη αποτυχία αφού βάλαμε φωτιά
στο σεντόνι, κάηκαν οι φιγούρες, κάηκαν και τα χέρια μας και παρά λίγο να καεί
και το σπίτι.
Άργησα να εκτιμήσω το νόημα του «μύθου» και αισθητικά, δεν
μου άρεσε ποτέ, ακόμα κι όταν παρακολούθησα σωστό Καραγκιόζ Μπερντέ , το
παραδοσιακό Θέατρο Σκιών από τον Ευγένιο Σπαθάρη. Κι όταν βέβαια έγινα αγόρι
«μεγάλο» και είδα κι άκουσα πολλά, τον περιφρόνησα εντελώς τον Καραγκιόζη. Δεν
υπήρχε για μένα. Εγώ είχα τους Μπήτλς, τους Ρόλλινγκ Στόουνς, τον «Ροζ
Πάνθηρα», τον «Μπεν Χουρ» κι όλες αυτές τις μαγικές κινηματογραφικές ταινίες
που έπαιζε ο πατέρας μου. Μόνο υβριστικές αναφορές έκανα σ αυτόν, κυρίως όταν
πήγαινα στο γήπεδο και ήθελα να…βρίσω κάποιο παίκτη ή διαιτητή με τη γνωστή σε
όλους φράση «Τι κάνεις ρε Καραγκιόζη ;». Κι όταν κάποιος μου έλεγε με μια δόση
κακίας ότι και ο πατέρας μου και οι άλλοι ηθοποιοί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά
«καραγκιοζάκια», οργιζόμουν και ήθελα να του βγάλω τα μάτια γιατί πίστευα ότι
τον έβριζε τον πατέρα μου. Άλλωστε, αυτό ακριβώς έκανε. Στη δεκαετία του ’70, η λέξη «Καραγκιόζης»
έγινε βρισιά. Τότε που ήρθε η τηλεόραση.
Ο Καραγκιόζης «πέθανε» για μένα ως «θέαμα» αλλά παρέμεινε ως
λαογραφικό και ιστορικό στοιχείο- μιάς
και σπούδασα φιλολογία και ιστορία- που αποτύπωνε μια συγκεκριμένη περίοδο, της
Τουρκοκρατίας, που με ενδιέφερε πολύ.
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, όσο διάβαζα και μάθαινα, όσο
‘άκουγα και συνειδητοποιούσα, μια καινούργια αλήθεια άρχισε να ξετυλίγεται στα
μάτια μου. Η αλήθεια του Καραγκιόζη. Η αλήθεια του Έλληνα. Η αλήθεια της
Ελλάδας. Οι συγγένειες και οι διαφορές μας με τους Τούρκους. Η αλήθεια της
καθημερινής μου πραγματικότητας. Της ιστορίας μας. Του τόπου μας. Κι άλλων
τόπων πριν από πολλά, πολλά χρόνια. Ο Καραγκιόζης ήταν καμπούρης γιατί ήταν
τόσα χρόνια σκυφτός και έτρωγε ξυλιές στην πλάτη. Ήταν άσχημος γιατί έτσι τον
είχαν συνηθίσει τα μάτια μας. Έμενε στην παράγκα του γιατί ήταν φτωχός. Οι
ιστορίες του ήταν απλοικές γιατί και η ζωή του ήταν απλοική, χωρίς άλλο στόχο
παρά να διασκεδάζει γιατί ο αρχικός του «σχεδιαστής» ήταν…διασκεδαστής των
εργατών στα διαλείμματά τους. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα γιατί αυτό σήμαινε το
όνομά του στα τούρκικα. Ήταν και λίγο …Τούρκος γιατί κι οι Τούρκοι τον είχαν
στην παράδοσή τους.
Όσο περισσότερο τον «γνώριζα», τόσο περισσότερο τον
εκτιμούσα. Κι όσο περισσότερο τον εκτιμούσα, τόσο περισσότερο ήθελα να μάθω γι
αυτόν. Και μαθαίνοντας και εκτιμώντας τον,
άλλαξα. Μελετώντας τη
φρασεολογία, την όποια εξέλιξη του όποιου «μύθου» του, τους χαρακτήρες, τα
«κόλπα» των συμπρωταγωνιστών του, του Χατζηαβάτη, του Μπάρμπα Γιώργου, του
πολυχρονεμένου Βεζίρη, της Βεζιροπούλας, του Κολλητηριού, του Βεληγκέκα, του
σιορ Διονύσιου, τόσο περισσότερο καταλάβαινα την κρυμμένη του αλήθεια.
Ο καραγκιόζ μπερντές είναι μια προωθημένη ιδέα. Μια
έμπνευση. Ένα εκπληκτικό εύρημα. Βασίζεται στην έννοια της back projection. Που χρειάστηκε
500 χρόνια για να εξελιχθεί σε front projection. Σε κινηματογράφο.
Και ξανάγινε back projection.
Για να προβάλλονται διαφάνειες. Και επάνω της βασίστηκε η κινούμενη εικόνα και
στη συνέχεια, η τρισδιάστατη. Ο Καραγκιόζης δεν είναι παιδικό κουκλοθέατρο , δεν είναι θέατρο μαριονέτας, δεν είναι Pulcinello της Commedia Dell'Arte , ούτε Mr. Punch στην Αγγλία, καμπούρης παλιάτσος και
μυτόγκας, Kaspar στην Γερμανία, Πετρούσκα στη Ρωσία, Guignol και Pulchinelle
στη Γαλλία .
Όλοι αυτοί οι ήρωες, στην πρώιμη Αναγέννηση, εκφράζουν το
αίσθημα του αγροτικού πληθυσμού και τον ξεσηκώνουν. Οι ήρωες αυτοί είναι φτωχοί
αλλά περήφανοι, άξεστοι χωρίς να ντρέπονται, δέρνουν τους ανωτέρους τους,
αντιμετωπίζουν με απίστευτη εφευρετικότητα τους αριστοκράτες, τους πλούσιους
γαιοκτήμονες και τους κρατικούς λειτουργούς.
Αλλά ο Καραγκιόζης είναι ο καλύτερος. Είναι ηγέτης.
Ήταν τότε - χωρίς να το καταλαβαίνει
κανείς- το αύριο που ήρθε.
Μην τολμήσει κανείς να ξαναμιλήσει για «καραγκιόζηδες
βουλευτές» και «καραγκιόζηδες υπουργούς» και Κοινοβούλιο Καραγκιόζ μπερντέ. Τον
Καραγκιόζη θα βρίζει. Που έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Γιατί είναι η ψυχή
του λαού. Και ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ Έλληνας πατριώτης που τολμάει σήμερα να κρατά ψηλά τη
σημαία.
|