Αρχική > Άρθρα > Άρθρα σε CRASH και Crashonline > Όλη η Ελλάδα μια ατέλειωτη παράγκα

- «Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις, όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα, παράγκα του χειμώνα κι εσύ μιλάς σαν πτώμα. Ο λαός, στα πεζοδρόμια κουλούρια ζητάει και λαχεία, κοπάδια, στα υπουργεία, αιτήσεις για τη Γερμανία».

- «Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει, στα καφενεία μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί, στέκει στο περίπτερο διαβάζει, φυλλάδες με μιάμιση δραχμή».

- «Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας, είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας κι ο χαφιές που μας ακολουθεί».

Αυτά έγραφε πριν από 30 τόσα χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος σ΄ ένα απ΄ τα πιο γνωστά, αγαπημένα και …σημαδιακά τραγούδια του που μπορεί να μην είχε γραφτεί μόνο για το ποδόσφαιρο, εικονογραφούσε ωστόσο την πορεία της κοινωνίας μας που από τότε είχε πάρει την «κατιούσα».

Η έννοια ή ιδέα της λέξης «παράγκα» στη νεοελληνική γλώσσα εμπεριέχει βέβαια την εικόνα της φτώχειας , της εξαθλίωσης , της οικονομικής ανέχειας αρχικά λόγω της πρόχειρης, ξύλινης κατασκευής που στέγαζε άπορους ή πρόσφυγες . Ωστόσο έφτασε να εννοεί και την κρυφή, μυστική διαβούλευση ολίγων εναντίον πολλών, τη συνωμοσία, το κρυφό «νιτερέσο», το …περίεργο «πάρε - δώσε», το «παραμάγαζο» λόγω της επέκτασης αυτής της έννοιας του «κλειστού , πρόχειρου σκηνικού» όπου λαμβάνονται εξωθεσμικές αποφάσεις και «στήνονται καταστάσεις». Στο σκοτάδι. Ποτέ στο φως. Κάτω απ΄ το τραπέζι.

Ανεξάρτητα του ποιες ή πόσες τέτοιες «παράγκες» στήθηκαν στην Ευρώπη ή στην Αμερική ή στην Αφρική με στόχο να χειραγωγηθούν λαοί, να δρομολογηθούν οικονομικές ή πολιτικές καταστάσεις, να διαγραφούν στρατηγικές, στη χώρα μας ήταν το ποδόσφαιρο, η πιο μεγάλη, η πιο σημαντική, η πιο οικονομική διασκέδαση του λαού μας, που ανέπτυξε στο έπακρον την ιδέα ότι «όλα στο ποδόσφαιρο είναι στημένα». Όχι μόνο στη χώρα μας. Και σε πολλές άλλες χώρες. Σε πολλές ηπείρους.

Και για τη διαμόρφωση και μετά παγίωση αυτής της αντίληψης ανάμεσα στα εκατομμύρια, εκατοντάδες εκατομμύρια, δισεκατομμύρια απλών ανθρώπων του λαού που λάτρευαν το ποδόσφαιρο, έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο αρχικά η επιθυμία για τη νίκη, στη συνέχεια η δίψα για το κέρδος, η ανάμιξη των «παραγόντων», η επαγγελματοποίηση του «αθλήματος» ΚΑΙ των παραγόντων του, η είσοδος επιχειρηματικών συμφερόντων και τέλος, το στοίχημα.

Ο Έλληνας λατρεύει το ποδόσφαιρο. Ακόμη και σήμερα, που ακούει, διαβάζει, μαθαίνει ανέλεγκτες ωστόσο καταλυτικές ιστορίες που οδηγούνται στα δικαστήρια ως αποτέλεσμα της ανάμιξης νέων ,κάθε λογής, επιχειρηματικών συμφερόντων στη «μπάλα», τη «μπαλίτσα» του, μπορεί να αμφισβητεί, να κοροιδεύει, να καταγγέλλει τους πάντες και τα πάντα αλλά στο γήπεδο πάει. Ελάχιστοι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι «καθαρό», οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι πολλά απ΄ όσα συζητιούνται ή καταγγέλλονται είναι αληθινά, όλοι σχεδόν είναι σίγουροι ότι η «μπαλίτσα» μόνο «παιχνίδι» δεν είναι πλέον. Ωστόσο ΔΕΝ υποστέλλουν τη σημαία. Παραμένουν λάτρεις, εραστές, “ fans” κατά το αγγλικό, παίζουν στοίχημα, παίζουν ΠΡΟ-ΠΟ, αγοράζουν «διαρκείας», συχνά «πλακώνονται» μεταξύ τους, αγαπούν ή μισούν ποδοσφαιριστές, προπονητές ή προέδρους.

Και μετά…βρίζουν. Τους πάντες. Κυρίως τον εαυτό τους. Και ορκίζονται ότι ΔΕΝ θα ξαναπάνε στο γήπεδο.

Αλλά πάνε. Για τη φανέλα ρε γαμώτο!

Το «αλκολίκι» τους , η κοκαίνη τους , ο αέρας που αναπνέουν είναι το ποδόσφαιρο. Κι αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που εκμεταλλεύονται αυτοί που έχουν μετατρέψει παγκοσμίως, εδώ και 30-40 χρόνια το ποδόσφαιρο σε μια «βρώμικη μπίζνα» που εξελίσσεται στα κρυφά, κάτω απ΄ το τραπέζι, μέσα σε κάποιες «παράγκες» μόνο και μόνο για το χρήμα.

Στο μεταξύ, όπως φαίνεται στις συνεντεύξεις δυο από τους πρωταγωνιστές της τελευταίας έξαρσης κ.κ. Μπέου και Κούγια που δημοσιεύει το CRASH, αυτοί που σήμερα «τσακώνονται», βρίζονται, κονταροχτυπιούνται, αλληλοκατηγορούνται , αλληλλοκαταγγέλλονται, μπορεί να μην είναι σήμερα πλέον «κολλητοί» ή να μην το λένε αλλά έχουν υπάρξει ομοτράπεζοι, φίλοι, επισκέπτες ο ένας στο κότερο του άλλου, συνεργάτες, συνομιλητές. Δεν διστάζουν όμως να επιτεθούν ο ένας στον άλλο με αφορμή το ποδόσφαιρο, έστω κι αν οι περισσότεροι – με την εξαίρεση του Αλέξη Κούγια- να μην έχουν κλωτσήσει μπάλα ποτέ στη ζωή τους.

Κι αν αυτό δεν αποδεικνύει αναξιοπιστία όλου του «συστήματος», τότε τι αποδεικνύει;

Ο Έλληνας χρειάζεται ωστόσο κάτι ΠΟΛΥ ισχυρότερο για ν αλλάξει τις συνήθειές του, όπως άλλωστε το απέδειξε από το 2007 και μετά και στην πολιτική. Τα

ότε, έβλεπε, άκουγε, διάβαζε, καταλάβαινε, ήξερε στην ουσία ότι αρχικά το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια η Νέα Δημοκρατία τον είχαν ξεγελάσει αλλά πήγαινε και ψήφιζε τους ίδιους που σήμερα θέλει – πολύ αργά πια- να ρίξει στην πυρά.

Σήμερα, ενώ αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει «κύκλωμα» που καθιστά το ποδόσφαιρο αναξιόπιστο, ότι κάποιοι ασχολούνται μ΄ αυτό για να εξυπηρετήσουν τα όποια προσωπικά τους συμφέροντα και μόνο, ότι οι διαιτητές αποτελούν βασικό κρίκο στην αλυσίδα της αναξιοπιστίας, ότι πολλές φορές οι ομάδες τους δεν νικούν επειδή το αξίζουν, εξακολουθεί να πηγαίνει στο γήπεδο και να λαχταρά να κερδίσει η ομάδα του.

Να κινήσει η ομάδα μας… να νικήσει το κόμμα μας…να είμαστε με τους κερδισμένους… ποιοι είναι «αυτοί» που μάς κουνιούνται…θάνατος στους αντιπάλους…είμαστε οι καλύτεροι…είμαστε πρωταθλητές…είμαστε κυβέρνηση…

Αλήθεια, όταν μαθαίνουμε όλα αυτά που μαθαίνουμε και για την πολιτική και για το ποδόσφαιρο, μπορούμε άραγε να κοιμηθούμε τη νύχτα ή θεωρούμε και τους εαυτούς μας συνυπεύθυνους;

 
        
 
©2004-2025 Created and Powered by EXIS I.T. - Designed by ::ittech.gr::