Ο Νίκος Ανδρακάκος, διεκδικεί ισότιμη μεταχείριση
Γράφει μια φίλη.
Η Κατερίνα Χτενέλη
Ηταν σχεδόν 11.00 το βράδυ, καθημερινή, ψιλόβρεχε και στη Βασιλίσσης Σοφίας δεν είχε πολλή κίνηση... Οσοι είχαν ξεμείνει στους δρόμους έτρεχαν να φτάσουνκάπου. Οσο πιο κοντά γινόταν στο πεζοδρόμιο κινούνταν με ελάχιστη ταχύτητα ένα ηλεκτρικό αναπηρικό αμαξίδιο. Τα αυτοκίνητα το προσπέρναγαν ξυστά και δεν ήταν λίγοι αυτοί που κόρναραν, προφανώς από κεκτημένη ταχύτητα, έκπληξη ή και φόβο. Παρ' όλα αυτά, ο οδηγός του αναπηρικού, ο κοινωνιολόγος κ. Νίκος Ανδρακάκος, φαινόταν ψύχραιμος και αποφασισμένος να φτάσει κι αυτός κάπου. Εκεί γνωριστήκαμε, στη μέση του δρόμου. Λίγο από έκπληξη και λίγο από φόβο.
Η ιστορία του Νίκου μοιάζει κινηματογραφική. Γεννήθηκε πριν από 33
χρόνια με σπαστική τετραπληγία. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούσε να ελέγξει ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια του. Ομως, παρ' όλα τα προβλήματά του, ο μικρός Νίκος είχε μεγάλη όρεξη για τη ζωή και ισχυρή αντίληψη. Ετσι, όταν έφτασε ο καιρός να
πάει στο σχολείο, οι γονείς του αποφάσισαν να τον γράψουν στο Δημοτικό της γειτονιάς τους.
Ο μικρός ενθουσιάστηκε με το καινούργιο περιβάλλον και το ότι έπρεπε να
περνάει τις ώρες του εκεί δεμένος πάνω στην αναπηρική καρέκλα -γιατί
δεν μπορούσε να συγκρατήσει καθόλου το σώμα του- δεν τον αποθάρρυνε διόλου. Όταν ήταν εννέα χρονών, οι γονείς του έμαθαν τυχαία, από έναν ταξιτζή, ότι στην πρώην Σοβιετική Ενωση ίσως και να μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Ετσι, ο Νίκος σταμάτησε το σχολείο και για δέκα χρόνια πέρναγε τους χειμώνες σ' ένα νοσοκομείο στη Ρωσία.
Οταν επέστρεψε, μπορούσε να ελέγχει τα χέρια του και να κινείται με
πατερίτσες. Ηταν όμως πια 19 χρονών και σχολείο είχε πάει μέχρι τη Δ'
Δημοτικού.
«Στην Ελλάδα μάς το είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν έχω καμιά ελπίδα. Γι'
αυτό πήγαμε στη Ρωσία. Φεύγαμε κάθε Σεπτέμβριο και επιστρέφαμε τέλη Μαΐου.Οι γονείςμου δεν ήταν εύποροι. Δανείστηκαν, ξεπούλησαν ό,τι είχαν και ο πατέρας μου δούλευε ατέλειωτες ώρες για να είμαι σήμερα εδώ».
Η μητέρα άφησε το μεγαλύτερο παιδί στη γιαγιά και πέρναγε τους χειμώνες
στη Ρωσία. Ο πατέρας παράτησε τη δουλειά του και έγινε συνοδός γκρουπ σε ταξιδιωτικό γραφείο που οργάνωνε εκδρομές στη Μόσχα για να μπορεί να τους επισκέπτεται και ο μικρός Νίκος πέρασε την εφηβεία του ανάμεσα σε θεραπείες, φαρμακευτικές αγωγές, παρενέργειες και εγχειρήσεις. Και φυσικά, διέκοψε το σχολείο...επ' αόριστον.
«Ο χειμώνας του '94 ήταν η τελευταία χρονιά που πήγα στο νοσοκομείο.
Οταν επέστρεψα, μπορούσα να χρησιμοποιώ τα χέρια μου σχεδόν όπως κάθε άλλος και να περπατήσω με πατερίτσες. Ηταν η πρώτη φορά που ένιωθα ελεύθερος και ασφαλής».
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Νίκος ήταν να τελειώσει το Δημοτικό. Πλήρωσαν δασκάλους για κατ' οίκον παραδόσεις και, όπως προβλέπει ο νόμος, τελείωσε μέσα σ' ένα χρόνο την Ε' και τη Στ' Δημοτικού. Στη συνέχεια γράφτηκε στο ειδικό Γυμνάσιο - Λύκειο της Ηλιούπολης. Εκεί όμως, στο ειδικό σχολείο, θυμήθηκε ξανά ότι όσο και αν προσπαθούσε τα πράγματα δεν θα ήταν ρόδινα.
«Παρότι διάβαζα πολύ, είχα μεγάλες μαθησιακές δυσκολίες. Δεν ήμουν
πανέξυπνος, αλλά ήξερα ότι δεν ήμουν και χαζός. Ωσπου, πάλι τυχαία,
διάβασε η μητέρα μου σε ένα περιοδικό της σειράς για τη δυσλεξία. Οταν πήγα στη διευθύντρια τη διάγνωση του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου, που έλεγε ότι έχω βαριάς μορφής δυσλεξία, την άκουσα έκπληκτος να μου λέει: "Το ξέραμε και γι' αυτό σε εξετάζαμε προφορικά"! Δεν με ενημέρωσαν όμως ποτέ και με άφησαν να νομίζω ότι υστερώ νοητικά γιατί, από νοοτροπία, πίστευαν ότι το περισσότερο που θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου ήταν να τελειώσω κουτσά στραβά ένα Λύκειο. Δεν ξέρω αν είναι θέμα ρατσισμού. Πάντως, όταν συνειδητοποίησα πώς με αντιμετώπιζαν, ένιωσα πολύ
πληγωμένος και βαθιά προσβεβλημένος. Χαίρομαι που τους διέψευσα και ας
λένε σήμερα ότι το περίμεναν.».
Η θέληση του Νίκου ανέτρεψε την πορεία που οι «νοοτροπίες» επιχείρησαν
να του διαγράψουν. Ενημερώθηκε για το πρόβλημά του και έμαθε τους τρόπους και τις τεχνικές για να το αντιμετωπίσει.
Ετσι, κατάφερε να ανεβάσει την απόδοσή του στο σχολείο, να έχει καλούς
βαθμούς αποφοίτησης και διεκδίκησε, με το δικαίωμα που δίνει ο νόμος, μία θέση στο Πανεπιστήμιο χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα αποφοίτησε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο με πτυχίο Κοινωνιολόγου και γενικό βαθμό 8,20(!).
«Το Πανεπιστήμιο ήταν πολύ περισσότερο κουραστικό και ιδιαίτερα ακριβό
για μένα. Λόγω της δυσλεξίας μου δεν μπορώ να κατανοήσω μεγάλο γραπτό
κείμενο. Ετσι, εκτός του ότι χρειαζόταν να ηχογραφώ όλες τις παραδόσεις των καθηγητών, προμηθεύτηκα και ειδικά προγράμματα υπολογιστή που μετατρέπουν σε προφορικό λόγο τα γραπτά κείμενα. Το χειρότερο όμως ήταν ότι έπρεπε να πληρώνω και ανθρώπους να μου διαβάζουν τα βιβλία της σχολής. Η οικογένειά μου, όμως, είχε πια χρεοκοπήσει και δεν μπορούσε να με βοηθήσει οικονομικά. Ετσι, αναγκάστηκα κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι σαν κι εμένα, να καταφύγω στα επιδοτούμενα σεμινάρια για άτομα
με ειδικές ανάγκες, για να παίρνω τα 300 ευρώ το μήνα. Ξύπναγα στις έξι
κάθε πρωί και από τις επτά ήμουν στο δρόμο μέχρι αργά το βράδυ. Με τις
πατερίτσες, έπαιρνα έξι συγκοινωνίες κάθε μέρα. Από το σπίτι μου στα Ιλίσια, πήγαινα στο Γαλάτσι στα σεμινάρια και αμέσως μετά στο Πάντειο στη Συγγρού και πίσω στα Ιλίσια. Και αν εσύ θες μια ώρα για να πας κάπου, εγώ θέλω σχεδόν δύο, έτσι που κινούμαι. Και χρειάζεται να καταβάλω την τριπλάσια προσπάθεια από σένα».
«Πώς να σε σκεφτούν όταν δεν σε βλέπουν;»
Ο Νίκος εδώ και πέντε μήνες κυκλοφορεί στην Αθήνα με ένα ηλεκτρικό
αναπηρικό αμαξίδιο. Πάει με 20 χιλιόμετρα την ώρα, έχει όπισθεν, μπαίνει στο μετρό και χρειάζεται επαναφόρτιση μετά από κάθε 40 χιλιόμετρα. Το ΙΚΑ έκρινε ότι το χρειάζεται και ο νευρολόγος ότι είναι ικανός να το χειριστεί. Κανείς, όμως, δεν του έμαθε να το οδηγεί.
«Αυτό το αμαξίδιο μου το έδωσε το ΙΚΑ. Δηλαδή, εσείς, οι
φορολογούμενοι. Και σας ευχαριστώ. Το έχω πέντε μήνες τώρα και δεν μπορείτε να φαντασθείτε πόσο με βοηθάει στην καθημερινότητά μου. Ο νόμος το θεωρεί αναπηρικό ηλεκτρικό καρότσι και γι' αυτό δεν μας δίνουν πινακίδες. Αλλά χωρίς πινακίδες δεν μπορώ να το ασφαλίσω. Αυτό σημαίνει ότι αν μου το κλέψουν δεν θα μπορέσω να πάρω άλλο. Επίσης, δεν πέρασα καμία εκπαίδευση οδικής συμπεριφοράς. Μόνος μου διάβασα τα σήματα και οδηγώ από τα. συμφραζόμενα. Οπως τα αδέσποτα στο Σύνταγμα.
"Κόκκινο σταματάμε, πράσινο προχωράμε, πάντα προσεκτικά και στην άκρη
του δρόμου". Υποθέτω ότι είμαι δημόσιος κίνδυνος και κυρίως για τον εαυτό μου. Συνήθως, με προσέχουν τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ και μου κορνάρουν οι ταξιτζήδες που τους καθυστερώ».
Ο Νίκος δεν θυμώνει ούτε με τους οδηγούς ούτε με κανέναν. Θυμώνει όμως
με το σύστημα, που διαμορφώνει απάνθρωπες κοινωνίες.
«Δεν έχω καμία απαίτηση από κανέναν πολίτη να με σκεφτεί και να μη μου
κλείσει τη ράμπα. Οταν ζει τη ζωή του μέσα στο άγχος, όταν δεν έχει
χρόνο να σκεφτεί τον εαυτό του, εμένα θα σκεφτεί; Οταν δεν με βλέπει δίπλα του στη δουλειά, στη διασκέδαση, στο σχολείο, ακόμη και στο δρόμο, πώς θα ευαισθητοποιηθεί; Με τα πρόστιμα; Η πολιτισμένη κοινωνία μάς εκπαιδεύει από μικρούς να μη σεβόμαστε κανέναν: Το καλύτερο παιδάκι είναι αυτό που τρώει το διπλανό του και μπαίνει στο πανεπιστήμιο. Στους μήνες που κυκλοφορώ με το αμαξίδιο στο δρόμο μόνο εσύ με σταμάτησες. Λέμε η Πολιτεία και η Πολιτεία. Κι όμως, μόνο η Πολιτεία μπορεί
να διαμορφώσει συνειδήσεις και πρότυπα και να ευαισθητοποιήσει τους
πολίτες απέναντί μας».
Ενα άλμπουμ. με αιτήσεις για δουλειά
Ο Νίκος δεν βρέθηκε τυχαία να σπουδάζει Κοινωνιολογία. Την επέλεξε,
λέει, την επιστήμη γιατί ήθελε να κατανοήσει τον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνίες μας και έτσι να μπορεί να αναλύει αυτά που του συμβαίνουν καθημερινά.
Σκέφτεται, μάλιστα, στο διδακτορικό του να ασχοληθεί με τις αιτίες και
τις επιπτώσεις της ανεργίας στα ΑΜΕΑ. Ο ίδιος μάλιστα λέει ότι έχει τόσα χαρτάκια με αριθμούς πρωτοκόλλων από αιτήσεις που έχει κάνει για δουλειά, που θα μπορούσε να γεμίσει σχεδόν ένα άλμπουμ και να τα κοιτάει σαν φωτογραφίες.
«Πολλοί αναρωτιούνται τι κάνουμε εμείς οι ανάπηροι και πάμε και
ξαναπάμε σε αυτά τα σεμινάρια. Πάμε για να έχουμε ένα ελάχιστο εισόδημα και το σύστημα μας σπρώχνει εκεί για να μας ανακυκλώνει. Ετσι, φαίνεται ότι μειώνεται η ανεργία σε εμάς τους ανάπηρους, που φτάνει να αγγίζει το 95%! Αυτός είναι ο μεγάλος αποκλεισμός για εμάς. Ο αποκλεισμός μας από την αγορά εργασίας.
Συζητάμε για το αν υπάρχουν ράμπες ή αν τις σέβονται οι πολίτες. Βεβαίως και είναι πολύ σημαντικές οι ράμπες, αλλά το πιο σημαντικό είναι να έχω κάπου να πάω. Τι να την κάνω τη ράμπα ή τη δυνατότητα πρόσβασης στο μετρό, αν δεν έχω δουλειά να πάω κάπου; Βόλτες θα κόβω άσκοπα στην Αθήνα; Γι' αυτό δεν μας βλέπετε έξω στο δρόμο. Από τα 200.000 παιδιά σε ολόκληρη την Ελλάδα που χρειάζονται ειδικό
σχολείο μόνο τα 15.000 έχουν πρόσβαση σε τέτοια σχολεία. Τα υπόλοιπα
μένουν αγράμματα, με το επιδοματάκι τους κλεισμένα στα σπίτια τους. Ξέρεις πόσα "Κωσταλέξια" υπάρχουν στην Αθήνα; Πόσοι γονείς ντρέπονται να βγάλουν το παιδί τους έξω; Γιατί; Γιατί δεν βρέθηκε κανένας επίσημος φορέας να τους στηρίξει». |