Αρχική > Πολιτική Δραστηριότητα 2004-2007 > Νέα - διάφορα > Σχόλια του Βουλευτή > "Η Τελευταία Καληνύχτα"
Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο "Η Τελευταία Καληνύχτα" παρέδωσε  προ ημερών στον εκδότη Θανάση Καστανιώτη ο Δημήτρης Κωνσταντάρας.

Υπολογίζεται ότι το νέο μυθιστόρημα θα εκδοθεί γύρω στο Μάιο.

Η "Τελευταία Καληνύχτα" γράφτηκε στο διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου 2007 και κυρίως στο διάστημα μετά τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου όταν και ο συγγραφέας έχασε τη βουλευτική του έδρα της Α΄Αθηνών και επέστρεψε στο δημοσιογραφικό "μεροκάματο" και τα
βιβλία του.

Όπως γράφει στον πρόλογό του :
"Τέσσερις - πέντε άνθρωποι, τέσσερις – πέντε χαρακτήρες, προσωπικότητες διαφορετικές αλλά και συμπορευόμενες συμφύονται στο πρόσωπο του ήρωα της «Τελευταίας Καληνύχτας». Συμμαθητές , συμφοιτητές, φιλαράκια «της παρέας» τότε που το να μπούμε στον ηλεκτρικό και να πάμε στην Κηφισιά και μετά με τα πόδια  ή ( όνειρο …καλοκαιρινής νύχτας αυτό) με μόνιππο στο Κεφαλάρι ήταν η «μεγάλη περιπέτεια». Το να παραγγείλουμε και τρίτο βερμούτ στην Κουίντα ήταν «πρόκληση» για τους υπόλοιπους. Το να χαμογελάσουμε στη ντάμα κάποιου άλλου ήταν αδιανόητο. Και το να αμφισβητήσουμε την ανάλυση του Λουίζου Λουιζίδη περί της λογοτεχνικής αξίας και σημασίας του « De brevitatae vitae» ή του Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου περί Κικέρωνος ή Σενέκα ήταν απλώς «αδύνατον».  Κι όμως! Και την «περιπέτεια» εξαντλήσαμε και την «πρόκληση» ξεπεράσαμε και το «αδιανόητο» έγινε εφικτό και το «αδύνατον», κανόνας. Και μέσα από μια ανέτοιμη, απρόθυμη, παραπαίουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση,  μια κοινωνία που πιάστηκε αδιάβαστη, μια νεολαία στην πλειοψηφία της άτολμη, μια πολιτεία –έρμαιο στις δικές της παλινωδίες, προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Τόσο που ξαφνικά, δεν αναγνωρίζαμε τον εαυτό μας, έτσι τουλάχιστον όπως μας είχαν μάθει οι γονείς και οι δάσκαλοι και οι συγγραφείς να εκτιμούμε τον εαυτό μας .

Περάσαμε μέσα από τα γεγονότα του ’61 που δεν πολυκαταλαβαίναμε, του ’65  που θαρρούσαμε ότι μας δικαίωναν , του ’66 στη Νομική  που άρχισαν να μας υποψιάζουν και μέσα από τα τάνκς του Απρίλη του ’67 που έστω κι αν ήταν αποδεκτά από μεγάλη μερίδα του κόσμου – γιατί να το κρύψουμε;- εμάς μας μαστίγωσαν. Επιζήσαμε . Χωρίς πολλές απώλειες. Και με γεμισμένες μπαταρίες.

Τελειώσαμε το Πανεπιστήμιο δουλεύοντας από δω κι από κει βγάζοντας χαρτζιλίκι άλλος μεγάλο κι άλλος μικρό, δείξαμε ποιοι είμασταν και τι θέλαμε και δεν κρυφτήκαμε από κανέναν, καμιάς πλευράς, γνωρίσαμε τις γυναίκες μας που άλλοι τις κράτησαν κι άλλοι όχι, πήγαμε φαντάροι μέσα στη δικτατορία, «κρυφτήκαμε» ή απλώς επιζήσαμε λάθρα βιώνοντας, ματώσαμε λίγο ή πολύ, ή και καθόλου μέσα ή και έξω από το Πολυτεχνείο, είπαμε τις αλήθειες και τα ψέματά μας, αμπαρωθήκαμε πίσω από μύθους που μόνοι μας φτιάξαμε και συντηρήσαμε, μπήκαμε στη ζωή με «τα μούτρα» ο καθένας στο δικό του «μεροκάματο», δεχτήκαμε ο καθένας τα δικά του τραύματα κι ανταμώσαμε τη μεταπολίτευση τραυματίες μεν αλλά ώριμοι .

Όλα σχεδόν τα παιδιά της ηλικίας μας, της εποχής μας, της «χαμένης γενιάς», τα παιδιά που γεννήθηκαν στον εμφύλιο και λίγο μετά μέχρι και μετά την 21η Απριλίου του 1967, πέρασαν μέσα από τις ίδιες μυλόπετρες. Εκτός βέβαια των ελαχίστων «εκλεκτών» που και σήμερα άλλωστε αποτελούν την αδιαφιλονίκητη νομενκλατούρα διότι άλλωστε, γι αυτό ακριβώς και γεννήθηκαν και κατασκευάστηκαν.

Εμείς, οι συντριπτικά πολλοί, οι εκτός νομενκλατούρας, ό, τι αποκτήσαμε, πολύ ή λίγο, μεγάλο ή μικρό, το κερδίσαμε με προσπάθεια μέσα από τεράστια αμφισβήτηση. Στους περισσότερους από εμάς, δεν μας αναγνωρίζεται τίποτα, δεν μας χαρίστηκε τίποτα. Εκτός ίσως από το
επώνυμό μας και κάποια κύτταρα στο DNA μας.Τώρα κάνουμε τον απολογισμό μας.
Δεν παίρνουμε τίποτα πίσω απ΄ αυτά που κάναμε κι απ΄αυτά που είπαμε. Αλλά έχουμε παράπονα. Και το συναίσθημα της αδικίας. Δεν είμαστε παιδιά γενιάς  ηρώων.
Είμαστε παιδιά του «ενδιάμεσου» χρόνου. Παιδιά της αστικοποίησης της Ελλάδας, της καταστροφής της επαρχίας, της πολιτικής αστάθειας και της προδοσίας.
Και αισθανόμαστε αδικημένοι.

Υποχρεωθήκαμε να μάθουμε κάποιες μισές αλήθειες πολύ αργότερα και μέσα από αμφιλεγόμενες πηγές και να πορευτούμε μ αυτές. Υποχρεωθήκαμε να αναθεωρήσουμε
πράγματα που διαβάσαμε στα βιβλία ή ακούσαμε από το στόμα εμπνευσμένων δασκάλων και να τα αντικαταστήσουμε από «εκσυγχρονισμένες» λογικές συνέργειας και συνενοχής. Υποχρεωθήκαμε να μεγαλώσουμε είτε κάτω από το φόβο του κομμουνισμού είτε κάτω από το φόβο του χωροφύλακα.

Υποχρεωθήκαμε να νοιώσουμε την εφηβική μας ακμή μέσα σε ανώμαλες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις και να προσαρμόσουμε τα όνειρα και τις επιδιώξεις μας στην εφικτή πραγματικότητα αλλά πολύ σύντομα, μάθαμε ότι το να αναπνέεις, να μιλάς και να σκέφτεσαι ελεύθερα είναι το μεγαλύτερο αγαθό που αν ωστόσο το αφήσεις  ανεξέλεγκτο στα χέρια των   επαγγελματιών «προστατών» του, μεταβάλλεται σε δίκοπο μαχαίρι. Δίκοπο μαχαίρι στα χέρια μας, στα χέρια των παιδιών που δεν διδάχτηκαν ΠΟΤΕ πώς να το χρησιμοποιούν. Και τα οποία όταν έπεσαν στα πρώτα λάθη, βρέθηκαν εγκαταλελειμμένα μέσα σ΄ ένα  περίεργο, ολιγαρχικό εχθρικό περιβάλλον.

Το οποίο όλο και άλλαζε, όλο και μετατρεπόταν, πήγαινε αριστερά, δεξιά, στύλωνε τα πόδια στο κέντρο, μαύριζε ξαφνικά, «ξημέρωνε» αλλά και «ρόζιζε» πάλι προς τα αριστερά, «πρασίνιζε» ελαφρώς προς τα δεξιά της αριστεράς , υπερκαλύπτοντάς την απατηλά κι εκθέτοντάς την,  δημιουργούσε κάστες , οικογένειες, γκρουπούσκουλα και ιδιότυπη omerta χωρίς ιδεολογίες, πλούτιζε από τον αγώνα μας και μας φτώχαινε με την...πρόοδό της, όλο και μεταλλασσόταν υπό τις οδηγίες της νομενκλατούρας και των διαδόχων της, δημιουργώντας
νέα αδιέξοδα.

Ακόμα έτσι κάνει και τώρα, τον 21ο αιώνα. Έτσι όπως έκανε το 1947, το 1952, το 1965, το 61 , το 65, το 67, το 73, το 81, το 89, το 93, το 99... Ακόμα και τώρα που η «χαμένη γενιά» αυτών των 40-50 χρόνων ετοιμάζεται για το τελευταίο της δρομολόγιο, ακόμα και τώρα που όλοι πάνω-κάτω ξέρουν ποιος «πλήρωνε το βαρκάρη».

Eμείς τα ζήσαμε όλα  αυτά. Περάσαμε πολλές Πρωτομαγιές και πολλές …Πρωταπριλιές. Άλλοι διδαχτήκαμε,άλλοι απλώς είδαμε «τα τραίνα να περνούν». Τους πιστεύαμε και μας πρόδιδαν. Τους ακολουθούσαμε κι έστριβαν στην πρώτη γωνία.  Τους αναδεικνύαμε και μας
εκθέτανε. Σκεφτείτε: Ποιος πράγματι ασχολήθηκε ποτέ μ αυτή τη γενιά ως σύνολο;
Ένα απλό αλλά τέτοιο παιδί είναι κι ο ήρωας της «Τελευταίας Καληνύχτας». Όχι κραυγαλέο θύμα. Κλασικό.

Αλλά γενναίο πριν απ΄ το τελευταίο του δρομολόγιο.    
                                   

 
        
 
©2004-2025 Created and Powered by EXIS I.T. - Designed by ::ittech.gr::