Αρχική > Βιβλία > Το μαύρο κουτί

Πρόκειται για μια ιστορία που σφιχταγκαλιάζεται με την ψυχή της Ελένης Βαλσαμάκη την ώρα που βγαίνει απ΄ το σώμα της σε μια κλινική της Αθήνας, στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ, το 1993 και μετά, ετεροχρονίζεται αναγκαστικά για να μπει στη μυθοπλασία και μόνο μέσα απ΄ αυτήν, πετώντας στο δωμάτιο του νοσοκομείου της Οδησσού, στην Ουκρανία, την ώρα της γέννησης ενός μωρού χωρίς ταυτότητα, καταφέρνει να ανιχνεύσει ένα εντυπωσιακό δρομολόγιο.

Κάθε τόπος κι ένα δράμα. Κάθε δράμα και η ίδια πρωταγωνίστρια.

Η ιστορία ( και η πρωταγωνίστρια) ξεκινά από την Οδησσό του 1914, πηγαίνει στον Πειραιά και την Αθήνα της δεκαετίας του ΄20, ταξιδεύει στο Ρογό και το Κόρθι της Άνδρου του 1928-30, γυρίζει περίπου...επαναστατικά στην προκατοχική Αθήνα του 1932-33, παρακολουθεί τον έρωτα,το γάμο και τα μεγαλεία της ηρωίδας του 1935-36 και ολοκληρώνεται με το προσωπικό της μαρτύριο μέσα από το περιδιάβασμα στις κακογραμμένες σελίδες του ημερολογίου της που η κτήτωρ γράφει από τον Μάιο του 1944 ως τον Μάιο του 1945, το οποίο περνά μέσα από τα Δεκεμβριανά και ονομάζεται «Το Ημερολόγιο της Τραγικής μου Ζωής».

Και το οποίο είναι γραμμένο εντελώς ανορθόγραφα από μια γυναίκα που δεν πήγε σχολείο αλλά τόσο γοητευτικά και με τέτοια μαεστρία που μαρτυρά την ανεξερεύνητη ποιότητά της.

Το ημερολόγιο είναι υπέροχα πραγματικό. Υπάρχει. ΄Όπως και το πρόσωπο και η υπόσταση και η προσωπικότητα και η ταυτότητα της ηρωίδας. Απρόσμενα συγκλονιστικά πράγματα. Όσο για την ιστορία και τις λεπτομέρειές της …τι είναι άραγε αυτό που μπορεί πια να πείσει τον οποιονδήποτε ότι είναι – ή ΔΕΝ είναι – αληθινό; Το «Ημερολόγιο της Τραγικής μου Ζωής» δεν διαβάστηκε ποτέ, από κανέναν, είναι 100% γνήσιο και αληθινό και εκτός των άλλων, δίνει εκπληκτικές λεπτομέρειες από προσωπική μαρτυρία από τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν εκείνη την κρίσιμη περίοδο της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Δεν είναι ίσως η πιο τεκμηριωμένη ιστορική καταγραφή των γεγονότων. Είναι όμως η πιο αληθινή.

 

1. 1993 - Αθήνα

 

Χειμωνιάτικο πρωινό, γύρω στις 10. Αρχές Νοέμβρη. Ο Δημήτρης καθόταν δίπλα της, σ΄ ένα κρεβάτι του τρίτου ορόφου της κλινικής στο Μεταξουργείο. Αξιοπρεπής κλινική. Με τo αζημίωτο δηλαδή για όσo περισσότερη αξιοπρέπεια σου χρειαστεί να… ψωνίσεις.

 

Της κρατούσε το σκελετωμένο χέρι χωρίς εκείνη να αντιδρά. Ήταν χαμένη σ΄ έναν ανήσυχο λήθαργο. Πετούσε απούσα. Για πρώτη φορά στην πολύμηνη περιπέτειά της και τα συνεχή έμπα – έβγα στα διάφορα νοσοκομεία είχε «φύγει» από κοντά του και δεν επικοινωνούσε. Δεν φορούσε ούτε τα χοντρά γυαλιά της, αυτά που παλιά φορούσαν οι εγχειρισμένοι για καταρράκτη. Το Σήμα Κατατεθέν της. Τα φόρεσε όταν εγχειρίστηκε για καταρράκτη το 1960. Και δεν το εγκατέλειψε ποτέ, όσο κι αν της έλεγαν από το 1975 και μετά, ότι η σύγχρονη χειρουργική είχε κάνει άλματα και είχε φτάσει σε επίπεδα που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τα γυαλιά και τους χοντρούς φακούς που έδιναν μερικές φορές τρομακτικές διαστάσεις στα καταγάλανα μάτια της, ιδίως τότε που τα είχε πρωτοφορέσει και τα μαλλιά της ήταν ακόμα ξανθά.

«Θα γίνεις μια χαρά Ελενίτσα. Θα τα πετάξεις τα χοντρόγυαλα και θα βάλεις φακούς επαφής » της έλεγαν.

«Ναι, αλλά τα πληρώνει όλα αυτά το Ταμείο Νομικών; Δεν τα πληρώνει. Που να τα βρω; » απαντούσε. Δικαιολογίες. Το φοβόταν όπως ο διάολος το λιβάνι, αυτό ήταν. Σάμπως πλήρωνε το Ταμείο Νομικών όλη της την τελευταία θεραπεία; Τις αλλεπάλληλες αιμοκαθάρσεις, τις χημειοθεραπείες, τις αποκλειστικές νοσοκόμες… Το Ταμείο Νομικών με τη συνταξούλα που της έδινε, της κάλυπτε απλώς το νοίκι και τους βασικούς λογαριασμούς. Όλες τις άλλες της ανάγκες; Λίγες και μικρές αλλά υπαρκτές; Για είκοσι-τριάντα χρόνια, με τις ενέσεις που έκανε από σπίτι σε σπίτι, τα κουτσοκατάφερνε έτσι ώστε να έχει και μερικές χιλιαδούλες στην Τράπεζα. Μετά...μετά χρειάστηκε βοήθεια. Και ποιος να την βοηθήσει αν όχι το «ανηψούδι» της; Το ‘ξερε άραγε; Η μήπως όχι; Μήπως το φανταζόταν; Η ούτε καν το φανταζόταν; Δεν ήθελε να πει τίποτα;

Τίποτε απ΄ όλα αυτά. Δεχόταν αυτά που της προσέφερε με υπερηφάνεια, χαμόγελο, ευχαρίστηση και του ‘δινε να καταλάβει πολύ διακριτικά ότι καταλάβαινε.

Και μετά...αρρώστησε. Χρόνια ολόκληρα τα πέρασε άρρωστη, υποφέροντας λιγότερο ή περισσότερο. Κι όλες αυτές οι επώδυνες θεραπείες και τα δεκαπενθήμερα που πέρναγε για τις μεταγγίσεις της σε διάφορες ιδιωτικές κλινικές, κόστιζαν πολύ περισσότερα απ΄ όσα η συνταξούλα που της έδινε το Ταμείο Νομικών ως χήρα δικηγόρου μπορούσε να τα καλύψει.

Ήταν γενικά κλειστός άνθρωπος η Ελένη. Δεν ήταν των εκμυστηρεύσεων και των διηγήσεων. Μερικές φορές, με το τσιγκέλι της τα αποσπούσες τα λόγια. Άνθρωπος σκληρός αλλά και γλυκός ταυτόχρονα. Ασκητική αλλά και αριστοκράτισσα.

«Τι γίνεται; Πως πάει; Συμβαίνει τίποτα; Δεν τη βλέπω καλά…» ρώτησε ο Δημήτρης τη γνωστή του πια νοσοκόμα που την περιποιόταν όλους αυτούς τους μήνες και στην κλινική και στο σπίτι. «Καλά». Λες και ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει καλά αυτή η σαραβαλιασμένη γυναίκα, αυτός ο τελειωμένος οργανισμός. Κοντά ενάμιση χρόνο μπαινόβγαινε η Ελένη στις κλινικές, τα ιατρεία και τα νοσοκομεία κάθε μήνα αρχικά, κάθε δεκαπενθήμερο μετά και στο τέλος...

Αδιαμαρτύρητα. Με το χαμόγελο στα χείλη. Παλικάρι. «Πάω να μου βάλουν σίδερο πάλι» έλεγε στις λιγοστές γνωστές της γειτόνισσες που την έβλεπαν με τη μπεζ τσαντούλα να φεύγει από την οδό Φαέθοντος, στη Νέα Κυψέλη, με ταξί, όταν πια δεν την «έπαιρναν» τα πόδια της. «Και με τόσο σίδερο, θα γυρίσω σιδερένια», αστειευόταν κιόλας. Προσπαθούσε να αστειευτεί βέβαια. Το χιούμορ δεν ήταν ποτέ το ιδιαίτερο προσόν της. Ούτε τα πολλά λόγια άλλωστε. Η αισιοδοξία της όμως για την τελική έκβαση της περιπέτειάς της υπέρμετρη. Ίσως και αδικαιολόγητη για μια γυναίκα που επί πολλά χρόνια ήταν νοσοκόμα και είχε ζήσει μέσα στην κόλαση της κατοχής και του Εμφύλιου. Είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια της. Και από αρρώστιες και από αρρώστους και από τραυματίες και από τραύματα και από σφαίρες και από μαχαιριές και από δυστυχήματα και από φάρμακα και από γιατρούς και από συμπεριφορές.

«Πάω να μου βάλουν σίδερο» ! Ήταν δυνατόν να μην ήξερε, να μην καταλάβαινε; Είχε δει κι είχε διαβάσει τις αναλύσεις της. Ήξερε τα συμπτώματα και τις ενδείξεις. Τι θα πει «πάω να μου βάλουν σίδερο» δηλαδή; Κι αυτό, ενώ ήξερε ότι επί πολύ καιρό είχε παρουσιάσει νεφρική ανεπάρκεια που την πολεμούσαμε σκληρά.

« Καλά; Τι καλά; Πώς να πάει; Λευχαιμία είναι αυτή. Κάποια στιγμή δεν υπάρχει τίποτα να της κάνεις» απάντησε εκείνη και της χάιδεψε ελαφρά το μέτωπο. Δεν του ‘πε τίποτε άλλο. Τι να του πει. Κατάλαβε. Πρέπει να ερχόταν το τέλος.

Ήταν ευγενική ετούτη η νοσοκόμα. Ήξερε ότι αυτή η άρρωστη, λιγόλογη γριούλα με τα γαλάζια μάτια, η κοκέτα που βούρτσιζε συνεχώς τα ελάχιστα πλέον πάλαι ποτέ κατάξανθα μαλλιά της και αρνιόταν να δεχτεί την οποιαδήποτε επίσκεψη πριν βάλει την περούκα της, ήταν καταδικασμένη απ΄ την αρρώστια. Ήξερε και ότι δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Εκτός από εκείνον τον άντρα που ήταν συνέχεια στο προσκεφάλι της. Και την αδελφή της. Τη μάννα του Δημήτρη. Μερικά χρόνια νεότερη αλλά με τα δικά της προβλήματα.

Και που από ένα περίεργο καπρίτσιο της μοίρας, μπαινόβγαινε στην ίδια κλινική για τα δικά της προβλήματα.

 

Στην αρχή, που υπήρχαν ακόμα ελπίδες και χιούμορ, τις είχανε μάλιστα βάλει και στο ίδιο δωμάτιο. Παραλίγο να «σκοτωθούνε» οι δυο αδελφές. Μετά...μετά ξεκίνησε ο μαραθώνιος. Παράλληλος, ταυτόχρονος και χωριστός. Δυο ψυχές ετοιμάζονταν να φύγουν την ίδια ώρα. Και λοιπόν; Ποιος ενδιαφερόταν να ξέρει;

 

Τα μάτια της Ελένης ήταν κλειστά. Εκείνη όμως ήταν ανήσυχη στο λήθαργό της. Κάτι ανάμεσα σε ύπνο και σε φαρμακευτική αγωγή. Έφευγε. Το ‘ξερε; Το καταλάβαινε; Εκείνο το πρωί, όλο κάτι πολεμούσε να πει, κάτι ήχους έβγαζε συχνά – πυκνά απ΄ τα στεγνά, λεπτά της χείλη. Κι΄ όλο κουνούσε το κεφάλι. Κάτι προσπαθούσε να αποφύγει. Από κάτι ν’ απαλλαγεί. Ήταν σ ένα κόσμο παραισθήσεων ή σ ένα κόσμο αποκαλύψεων;

Ξαφνικά, του έσφιξε το χέρι. Δυνατά. Έτσι όπως του το ‘χε σφίξει κι η γιαγιά του πριν πεθάνει.

«Μη με τυραννάς άλλο. Μη με βασανίζεις μωρέ. Φουρκίζομαι. Άσε με πια. Άσε με ήσυχη» είπε. Και μουρμούρισε κάτι στα ρώσικα. Ο Δημήτρης είχε χρόνια να την ακούσει να μιλά ρώσικα. Τα μιλούσε πολύ καλά κάποτε. Εφτά- οχτώ χρονών ήταν όταν είχε φύγει από την Οδησσό. Εκεί είχε πάει και δυο-τρεις τάξεις στο σχολείο το Ουκρανικό, είχε κάνει και κάποια Ελληνικά μαθήματα...

Ήξερε να διαβάζει καλά το κυριλλικό αλφάβητο και μιλούσε τακτικά με τη μάννα της και διάφορα ξαδέρφια κι άλλους συγγενείς.

Δέκα-δεκαπέντε ρώσικες κουβέντες ψέλλισε. Ο Δημήτρης τα ήξερε αυτά. Λέξεις γνωστές στο αυτί του κι ας μην ήξερε ρώσικα.

« Μέσα στη ντουλάπα. Άνοιξε τη ντουλάπα. Πάρε το κουτί. Το μαύρο. Πάρ’ το το κλειδί. Πάρ’ το το κουτί».

Περίεργο! Για ποιο κλειδί μιλούσε; Κουτί ναι. Κουτί υπήρχε. Ένα μεγάλο και βαρύ, μαύρο κουτί με κάτι πουλιά επάνω του. Ξύλινο, μαύρο κουτί. Το ήξερε από μικρός αυτό το κουτί. Ήταν το «απαγορευμένο κουτί» της Ελένης. Μέσα του έβαζε...ποιος ξέρει τι έβαζε; Κανείς δεν το ‘χε δει ποτέ το εσωτερικό του. Τουλάχιστον ο Δημήτρης δεν το είχε δει ποτέ ανοιχτό. Πενήντα χρόνια, ανοιχτό δεν το είχε δει ποτέ. Οι άλλοι του σπιτιού...δεν ήξερε. Μπορεί κάποιος...δεν αποκλείεται.

Ώστε υπήρχε και κλειδί; Ήταν στα λογικά της ή παραληρούσε;

 

 

2. 1914 - Οδησσός

 

Σ όλη την Ευρώπη, τα κράτη εξοπλίζονται. Οι πιθανότητες έκρηξης πολέμου αυξάνονται. Η Ρωσία μελετά να τετραπλασιάσει τον στρατό της. Και το κάνει. Καλεί 1.800.000 άνδρες στα όπλα. Πρωθυπουργός στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τα Ελληνοαλβανικά για τη Βόρειο Ήπειρο. Νέα σύνορα προς βορά. Μεγάλες απεργίες εκατοντάδων χιλιάδων εργατών στην Πετρούπολη, στη Μόσχα, στη Ρίγα και αλλού στη Ρωσία. Οι κινητοποιήσεις υποκινούνται από τους μπολσεβίκους και την εφημερίδα Πράβντα. Ένας Σέρβος εθνικιστής δολοφονεί στο Σεράγεβο τον διάδοχο της Αυστρίας Φραγκίσκο Φερδινάνδο. Η Ευρώπη στα πρόθυρα του πολέμου. Η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο στη Ρωσία. Η Ρωσία εισβάλλει στη Γερμανία. Η Γερμανία στη Ρωσία. Πόλεμος Ρωσίας –Τουρκίας. Καταστρεπτικοί σεισμοί στην Αθήνα και τον Πειραιά.

 

Το κοριτσάκι γεννήθηκε πρόωρα. Το πολύ οκτώ μηνών. Όταν ακούστηκε το πρώτο του κλάμα, η μάννα ήταν ήδη πεθαμένη. Πολύ βρώμικη. Τα χέρια και τα πόδια της μοβ. Όλη καταματωμένη από τη μέση και κάτω. Απ΄ τη μέση και πάνω φορούσε τα ρούχα της. Έτσι όπως την είχαν περιμαζέψει απ΄ το δρόμο, πεσμένη μέσα σε μια λίμνη αίματος, έξω απ΄ το Δημοτικό Νοσοκομείο στην παγωμένη, χιονισμένη Οδησσό. Όμορφη γυναίκα. Ξανθιά, με μακριές κατσαρές μπούκλες, πολύ αδύνατη, με λεπτά χείλη και χοντρά, πλεχτά ρούχα. Φοβισμένη, τρομαγμένη και πονεμένη. Σχεδόν αναίσθητη. Χωρίς πανωφόρι και χωρίς να κρατά τίποτε στα χέρια της. Ψέλλιζε μερικές κουβέντες. Αίματα έτρεχαν ανάμεσα απ΄ τα πόδια της. Μια δυο φράσεις έβγαλε στα ρώσικα : «Πονάω. Έχω μωρό. Φοβάμαι. Νικήτα… Νικήτα… έλα… έλα… που είσαι…»

Μια νοσοκόμα και δυο καθαρίστριες την πήγαν πότε κουβαλώντας και πότε σέρνοντάς την σ΄ ένα δωμάτιο. Τι ήταν αυτό; Χειρουργείο, ιατρείο, θάλαμος απόρων; Πάντως κρεβάτι είχε και κάποιος γιατρός ήρθε αμέσως. Η ξανθιά, αδύνατη κοπελίτσα πέθαινε απ΄ την αιμορραγία. Και ήταν έγκυος. Αδύναμη κι αδύνατη σα μίσχος αλλά έγκυος. Και το έμβρυο «έφευγε». Δεν κρατιόταν.

Το κοριτσάκι γεννήθηκε, έτσι όπως γεννήθηκε. Η μάννα πέθανε. Είχε πεθάνει πριν βγει το παιδί; Πέθανε αμέσως μετά; Μάλλον το δεύτερο. Ο νεαρός γιατρουδάκος της βάρδιας, είχε κάνει την δεύτερη απόπειρα και την πρώτη του γέννα. Και τι γέννα ! Με τα δυο του χέρια στην κυριολεξία. Ένα ψαλίδι έφτασε την τελευταία στιγμή για να κοπεί ο λώρος. Μέσα σ΄ ένα βράδυ, δύο περιπτώσεις κακής εγκυμοσύνης.

«Σιδεροκέφαλος. Μπράβο. Σου χρειάζεται μια βότκα Νικαλάι Ναρίσκιν » του είπε η νοσοκόμα η Γιελένα χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη. Ήταν χαρούμενη. Ο Νικαλάι ήταν καλό παιδί και καλός γιατρός. Πολύ νέος και άπειρος αλλά εξελίξιμος. Του το είχε πει εδώ και καιρό : «Όταν είσαι βάρδια Νικαλάι, ποτέ δεν ξέρεις αν θα σου πέσει περίπτωση μαχαιρώματος σε καυγά, σκωληκοειδίτις, πονόκοιλος ή γέννα. Άρα, πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα». Ήταν καλά φιλαράκια οι δυο τους. Και η αναπάντεχη αυτή γέννα, μέσα στην παγωμένη νύχτα, αρχές Μάρτη του 1914 τους είχε φέρει πιο κοντά. Η Ρωσία ήταν σε πολεμική αναταραχή. Κι αν ξέσπαγε πόλεμος, το ‘ξεραν ότι θα πήγαιναν κι οι δυο στο μέτωπο.

Αυτή, Ουκρανή, πεπειραμένη νοσοκόμα απ΄ το Κίεβο παντρεμένη και εγκαταστημένη στην Οδησσό, αυτός νεαρός Ρώσος γιατρός από τη Μόσχα που έψαχνε κάτι καλλίτερο νοτιότερα. Η Οδησσός του 1914, πλούσια και ευημερούσα ακόμη, μακριά από τα κέντρα των διεθνών εξελίξεων, γεμάτη εμπόρους από την Ελλάδα, πανέμορφη, ανέγγιχτη απ΄ τις εσωτερικές διεργασίες που ήδη υπήρχαν σε εξέλιξη και κάποια στιγμή θα οδηγούσαν στην επανάσταση και την «αποτσαροποίηση», κάτασπρη απ΄ το χιόνι και χαρούμενη για την άνοιξη που ερχόταν …Κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου σε λίγους μήνες. Ούτε λόγος φυσικά για Οκτωβριανή Επανάσταση και τα τοιαύτα. Η νομενκλατούρα,οι Ουκρανοί επιχειρηματίες και οι χιλιάδες ξένοι έμποροι στην Οδησσό του 1914 δεν έδειχναν να έχουν και πολλές – πολλές αντιρρήσεις για τον Τσάρο και την οικογένειά του. Και γιατί να έχουν; Παράδεισος ήταν γι αυτούς η Οδησσός, με την πλούσια Ελληνική κουλτούρα, τα εκπληκτικά εστιατόρια, τα φαγητά, τις μουσικές, τις ωραίες γυναίκες, τα λεφτά...

 

Εκείνο το βράδυ, ξαφνικά, μέσα σε δυο ώρες, είχαν συμβεί όλα όσα μια βάρδια σ ΄ένα Δημοτικό Νοσοκομείο θα παρακαλούσε να αποφύγει. Είχαν στα χέρια τους μια άγνωστη, νεκρή γυναίκα από το πουθενά κι ένα οκταμηνίτικο νεογέννητο κοριτσάκι. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς όνομα, χωρίς οικογένεια. Μόνο ένα όνομα που είχε ψελλίσει η μάννα. «Νικήτα». Κάποιος Νικήτας, απ΄ τους χιλιάδες που θα υπήρχαν στην Οδησσό. Κάποιος Νικήτας που δεν ήθελε, που δεν μπορούσε, που δεν ήξερε ίσως. Ένα μωρό εντελώς μόνο. Τι να το κάνουν;

«Ναι αλλά τη μάννα την έχασα Γιελένα. Και δεν μάθαμε τίποτα γι αυτή. Δεν έχουμε ιδέα ποια είναι. Τι θα κάνουμε; » είπε κάποια στιγμή ο Νικαλάι, κουρασμένος και με ανάμικτα συναισθήματα.

Του χάιδεψε πάλι το κεφάλι η νοσοκόμα. Πολύ νέος ήταν ο γιατρός. Σχεδόν...αμούστακος.

«Κάτι θα κάνουμε Νικαλάι. Κάτι θα κάνουμε. Μην ξεχνάς ότι ήταν η πρώτη σου γέννα. Ναι, την έχασες την ταλαίπωρη τη μητέρα. Αλλά το παιδί το έσωσες. Είναι και δικό σου. Και τώρα, τώρα που η μητέρα έφυγε, πρέπει να του δώσεις το όνομά σου. Και το δικό σου Νικαλάι. Και το δικό σου.»

Ήξερε ότι αυτή η ιστορία με την πεθαμένη κοπελίτσα και το ολοζώντανο κοριτσάκι δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου απλή. Και δεν είχε τελειώσει εκεί. Δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι εύκολα. Δημοτικό Νοσοκομείο ήταν. Είχε κανονισμούς, υποχρεώσεις, χαρτιά που έπρεπε να υπογραφούν, υπεύθυνες δηλώσεις, ιατροδικαστής, βεβαιώσεις…Μπορεί να ήταν 1914 αλλά η γραφειοκρατία, γραφειοκρατία.

Αλλά βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτά.

 

Λίγο πιο πέρα, σ ένα περιποιημένο και ζεστό μονόκλινο δωμάτιο του μαιευτικού τμήματος του νοσοκομείου, ένας καλοφτιαγμένος, καλοντυμένος, κοντός και όμορφος άντρας με μουστάκι, γύρω στα σαράντα-σαράντα πέντε κοιτούσε δακρυσμένος έξω από το παράθυρο τη χιονισμένη Οδησσό. Στο κρεβάτι, κοιμόταν μια πανέμορφη, στρογγυλοπρόσωπη, ξανθιά γυναίκα, ίσως 30, ίσως και 35 χρονών με κατάλευκη επιδερμίδα σαν αλάβαστρο.

Δεν κοιμόταν ακριβώς. Προσπαθούσε να συνέλθει από το λήθαργο της νάρκωσης. Ποιας νάρκωσης εδώ που τα λέμε το 1914;

Ήταν 1914. Όταν οι γιατροί έπρεπε να ναρκώσουν τον ασθενή, τον νάρκωναν για τα καλά. Και η περίπτωση της Παυλίνας Κάλνιν- Γεωργοπούλου, εγκύου στον έβδομο μήνα ήταν από τις δύσκολες. Το απογευματάκι είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο με πόνους στην κοιλιά. Λίγο αργότερα, είχε κινδυνέψει να πεθάνει από αιμορραγία. Πριν από δυο ώρες, η προβληματική της εγκυμοσύνη κατέληξε σε αιφνιδιαστικό, πρόωρο τοκετό-αποβολή μες τη νύχτα.

Κι ο Νικαλάι με την Γιελένα; Στα δικά τους χέρια είχε πέσει και αυτή η περίπτωση. Ο υπεύθυνος μαιευτήρας γιατρός είχε πάθει ένα ατύχημα, το Δημοτικό Νοσοκομείο της Οδησσού είχε ένα πολύ μικρό μαιευτικό τμήμα αφού οι περισσότερες Ουκρανές γεννούσαν ακόμη στο σπίτι ή προτιμούσαν κάποια από τα 2-3 μεγάλα Κρατικά Νοσοκομεία, περιστατικά αναμενόμενου τοκετού δεν υπήρχαν κι έτσι η διεύθυνση είχε αποφασίσει ν αφήσει τη νύχτα να «περάσει». Τι στο καλό; Μια νύχτα δεν μπορούσε να μείνει το Δημοτικό Νοσοκομείο της Οδησσού χωρίς μαιευτήρα; Αφού έτσι κι αλλιώς, σπάνια είχε χρειαστεί η έκτακτη παρέμβασή του.

Όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο η Παυλίνα, ο Νικαλάι προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον μαιευτήρα αλλά δεν τον βρήκε. Τίποτε δεν έδειχνε αυτό που θα επακολουθούσε, έτσι αποφάσισε να χειριστεί το περιστατικό μόνος του. Κι όταν ξέσπασε η αιμορραγία, ήταν πια πολύ αργά.

Η Παυλίνα Γεωργοπούλου κοιμόταν ναρκωμένη. Δεν ήξερε τίποτα. Δεν ήξερε ότι το παιδί της ήταν κοριτσάκι και είχε πεθάνει. 

 
1.   Παρουσιάσεις του βιβλίου

 
 
        
 
©2004-2024 Created and Powered by EXIS I.T. - Designed by ::ittech.gr::