Αρχική > Βιβλία > Στα δύσκολα σε θέλω

Ο Άγιος Λαυρέντιος είναι ένα όμορφο χωριουδάκι στο Πήλιο. Υπάρχει πραγματικά. Δεν είναι φανταστικό. Όλα τ’ άλλα, είναι εν μέρει φανταστικά. Από την άλλη πλευρά, είναι και εν μέρει αληθινά. Πρόκειται δηλαδή για κινηματογραφικό μυθιστόρημα, με καθαρή, δημοσιογραφική ματιά του σήμερα. Τα πρόσωπα και τα στοιχεία απεικονίζουν πραγματικούς χαρακτήρες που ζουν ή έζησαν, υπάρχουν ή υπήρξαν, τους οποίους γνώρισα - και γνωρίζω - προσωπικά ή μέσω διηγήσεων και άλλους που δημιούργησα, με τα γνωρίσματα και τις ιδιομορφίες του χαρακτήρα τους αλλά και της ανεξάρτητης πορείας τους μέσα στο χρόνο, επηρεασμένης από τις ιδιομορφίες και τις επιδιώξεις τρίτων. Έτσι άλλωστε δεν είναι σήμερα η ζωή μας ; Την ορίζουμε; Έχουμε οριοθετημένη την πορεία και την εξέλιξή μας; Κανονίζουμε μόνοι εμείς τι θα κάνουμε, πως θα το κάνουμε, πως θα πορευτούμε και γιατί θα το κάνουμε; Ή μήπως αναπροσαρμοζόμαστε και αναπροσδιοριζόμαστε με - αναγκαστικά και κατά περιστάσεις μέχρι και... χαμαιλεοντικές - μεθόδους και μεθοδεύσεις που υπαγορεύονται από τις αντικειμενικές συνθήκες και την υποχρέωσή μας να τείνουμε προς προσαρμογές που κάποτε θα θεωρούνταν απλώς υποχωρήσεις; Μήπως φανταζόταν κανείς πριν από 10 χρόνια τι σπουδαιότητα θα είχε σήμερα το κινητό τηλέφωνο; Πόσο θα ρύθμιζε τη ζωή μας; Πόσο θα εξαρτιόμασταν απ’ αυτό; Όπως και οι ήρωες του βιβλίου;

Τα πρόσωπα υπάρχουν ή υπήρξαν αλλά βέβαια δεν παρουσιάζονται ούτε με τα πραγματικά τους πάντα ονόματα, ούτε και έτσι όπως πραγματικά είναι. Μυθιστόρημα έγραψα, όχι ρεπορτάζ. Κι αν κάποιοι αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποια διήγηση, ας μην περιμένουν να διαβάσουν το…βιογραφικό τους. Είπαμε: Μυθιστόρημα είναι. Δεν βασίζεται μόνο σε πραγματικά στοιχεία. Απλώς, κάπου, κάπως τοποθετείται. Αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο.

Είναι δυνατόν μια πορεία είκοσι-τριάντα ή και σαράντα ετών να περάσει σαν αστραπή μέσα απ΄ τα μάτια, μέσα απ το μυαλό ενός μελλοθάνατου; Έτσι δεν λένε; Είναι αλήθεια. Έχω νοιώσει αρκετές φορές σαν μελλοθάνατος στη ζωή μου. Είμαι βέβαιος ότι το ίδιο έχει συμβεί και σε πολλούς από σας.

Σα μελλοθάνατος την είδα αυτή την ιστορία. Στην πραγματικότητα, διαρκεί λίγες μόνον ώρες. Από τις 4- 5 το απόγευμα ως τις 11-12 τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας.

Πέντε-έξι διαφορετικές ιστορίες εξελίσσονται μέσα σ’ αυτή τη μέρα και δεκάδες ανθρώπινες υπάρξεις επηρεάζονται άμεσα από την εξέλιξη και την οριστικοποίηση της πορείας των ιστοριών αυτών. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματικότητα.

Μια διαδρομή που το τέλος της αποκαλύπτει την πραγματική σύσταση συμπεριφορών και συναισθημάτων και αποδεικνύεται καθοριστικό. Μια διαδρομή μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα της περίπου μισής μέρας που αποδεικνύει ότι όλα είναι σχετιζόμενα μεταξύ τους όταν χρειαστεί να τα αναπτύξεις πλήρως και στη λεπτομέρειά τους.

Ελάτε λοιπόν μαζί μας σ αυτή τη διαδρομή. Ελλάδα, στις μέρες μας. Αναζήτηση του εύκολου κέρδους. Απλή, εύκολη, συνεχής εξαπάτηση. Χρηματιστήριο- φούσκα. Επιχειρήσεις "του αέρα". Άνθρωποι- ενεργούμενα. Υπήκοοι στην ουσία. Ελεγχόμενοι. Γνωρίστε από πιο κοντά τον συγγραφέα Μάνο Φιλιππάκη - τον ουσιαστικό πρωταγωνιστή- και τη γυναίκα του τη Σίλια με το γιό τους τον Αλέκο. Δείτε τις πράξεις και τις αντιδράσεις του Άλκη Μακρυπίδη και του Μωρίς Αλχανάτη που μπλεγμένοι σ ένα κυκεώνα σύγχρονης επιχειρηματικής αναζήτησης του εύκολου - συνεπώς και κυρίως παράνομου - κέρδους έρχονται κοντά με τη συνεργασία τους και απομακρύνονται θανάσιμα όταν τα συμφέροντά τους συγκρούονται. Παρακολουθείστε το πώς οι ζωές τους, οι πορείες τους και η τελική τους διαδρομή έχουν επηρεάσει άλλους ανθρώπους δίπλα τους, ανθρώπους - πρωταγωνιστές, την Κωνσταντίνα, τη Μαίρη τη γραμματέα, τη Σόλι, τον Κώστα τον αστυνομικό, που λίγα λεπτά πριν ξεσπάσει το «δράμα» ζούσαν σε άλλους κόσμους. Είχαν άλλες επιδιώξεις. Και - κυρίως- σκέπτονταν : « Αυτό αποκλείεται να συμβεί σ εμένα!».

 

Δεν είναι έτσι. Και «αυτό» και το «άλλο» και όλα τέλος πάντων ΕΙΝΑΙ δυνατόν να συμβούν σε όλους.

Σας παρακαλώ, προσπαθήστε να διαβάσετε το βιβλίο σε μια μέρα - ή σε μια νύχτα. Έτσι, θα μπορέσετε να το ζήσετε, σαν να κάνατε κι εσείς αυτή τη διαδρομή των λίγων ωρών μεταξύ αρχής και τέλους.

Αν το αφήσετε στη μέση, αυτό θα σημαίνει: Ή ότι απέτυχα στο στόχο μου να σας κάνω να το διαβάσετε μονορούφι. Ή ότι πιάνοντάς το και πάλι αύριο ή μεθαύριο, θα έχετε ξεχάσει διάφορες σκηνές, κουβέντες ή λεπτομέρειες. Και συνεπώς, το διάβασμα θα γίνει δυσκολότερο.

Κι αν ποτέ σας πάρει ο δρόμος, στρίψτε μετά το Βόλο προς το Πήλιο και κάντε μου τη χάρη και ανεβείτε μέχρι τον Άγιο Λαυρέντιο.

Καθείστε στο "Ταβερνείον ο Λωτός" της Φρόσως - υπάρχει και το εστιατόριο και η Φρόσω - και παραγγείλτε τα ονομαστά της «βυζάκια», τους ονομαστούς λαχανοντολμάδες της, ένα κόκορα κρασάτο…. Και πριν φύγετε, ρωτήστε την αυτή την αξιολάτρευτη γυναίκα : Είναι εδώ ο Μάνος, ο συγγραφέας ; Τέλειωσε πια το σπίτι του, δεν τέλειωσε;

Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να τον πετύχετε. Για τους υπόλοιπους, δεν σας εγγυώμαι τίποτε. Αλλά...δεν το αποκλείω κιόλας.

Δ.Κ.

 

Αφιερωμένο στη γυναίκα μου, τη Βίκυ στο φίλο μου, το Μάνο, τη Φρόσω και τους ανθρώπους του Αγίου Λαυρεντίου, στο Πήλιο. Η ιστορία δεν είναι η δική τους ιστορία. Θα μπορούσε όμως και να ήταν
 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο Μάνος πέρασε περπατώντας αργά-αργά, καπνίζοντας το τσιμπούκι του και κρατώντας υπό μάλης την «Καθημερινή» μπροστά από τους ντόπιους που κάθονταν και έπιναν τσίπουρα παίζοντας ξερή στο καφενείο. Απογευματάκι, γύρω στις πέντε παρά, τελευταίες μέρες του Οκτώβρη. Η μέρα είχε μικρύνει για τα καλά πια. Είχε και μια παράξενη ατμόσφαιρα, κάτι ανάμεσα σε συννεφιά και μουντάδα. Μελαγχολική. Νύχτωνε σιγά-σιγά. Φυσούσε και το αεράκι του ανακάτευε τα λιγοστά του μαλλιά που πεισματικά κρατούσε μακριά. Και τα τσίπουρα ήταν με πολύ γλυκάνισο στον Άγιο Λαυρέντιο. Μόλις έβαζες μέσα το παγάκι, θόλωνε. Σαν το ούζο δηλαδή. Όπως το πίνουνε το τσίπουρο στη Θεσσαλία.

Ένας- δυο σήκωσαν τα κεφάλια τους και τον κοίταξαν. Έτσι, όπως τον κοίταζαν συνήθως όταν περνούσε από το καφενείο αυτόν τον όμορφο, ψηλό και γαλανομάτη άντρα με τα πολύ λεπτά συρμάτινα γυαλιά και το δεύτερο ζευγάρι - με τα «κοντινά» του - κρεμασμένο στο λαιμό με κορδόνι, πενηντάρη αλλά σε πολύ καλή κατάσταση. Τον κοίταζαν λίγο περίεργα, λίγο ερευνητικά, λίγο καχύποπτα.

Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει ακόμα την εμπιστοσύνη τους. Και- μεταξύ μας- δεν είχε κάνει και καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Από τότε που είχε πρωτόρθει στον Άγιο Λαυρέντιο, μεσ’ το κατακαλόκαιρο, πριν από μήνες, παρέα μ έναν Αθηναίο φίλο του, μισο-ντόπιο, με σπίτι στο χωριό, είχαν γίνει πολλά. Είχε αποφασίσει να κάνει ένα μεγάλο βήμα. Γιατί τόσοι άλλοι κι όχι αυτός; Είχε αγοράσει λοιπόν στο χωριό, με δάνειο από την τράπεζα και με λεφτά από ΄δω κι από ΄κει, ένα κτήμα 6 στρέμματα μ ένα παλιό αρχοντικό για να το φτιάξει και να το αφιερώσει στη γυναίκα του. Η οποία χρόνια τώρα αποζητούσε τη στιγμή που θα μπορούσε να φτιάξει ένα δικό της σπίτι μακριά απ΄ την πρωτεύουσα. Είχε αρχίσει με τεράστια καθυστέρηση το καινούργιο του μυθιστόρημα. Είχε «κολλήσει» κάπου λίγο πριν από το φινάλε γιατί δεν "του βγαίνε".

Και είχε κάνει καμιά δεκαριά ταξίδια, κάτι που του καλάρεσε βεβαίως και το διασκέδαζε, έστω κι αν μερικές φορές κουραζόταν. Αλεξανδρούπολη, Γιάννενα, Καλαμάτα, Ξάνθη, δύο φορές στην Κρήτη. Και στη Βουλγαρία δυο φορές για κάποιες εκδηλώσεις. Και στην Κωνσταντινούπολη. Και δυο φορές Κύπρο. Όλα αυτά για το Μάνο ήταν πολλά. Ιδίως όταν σκεφτόταν ότι είχε μπροστά του σίγουρα μια Βέροια, μια Καβάλα και μια Ρόδο για παρουσιάσεις των βιβλίων του, ένα φεστιβάλ στο Βουκουρέστι και μια επίσκεψη στον Πατριάρχη, στην Πόλη, που την προηγούμενη φορά δεν είχε καταφέρει να τον δει. Άνθρωπος των αργών ρυθμών και των επιλεκτικών ασχολιών, είχε επισκεφτεί 7-8 φορές τον Άγιο Λαυρέντιο, πάντα χωρίς τη γυναίκα του, αφού τον είχε επιλέξει ως επένδυση για το μέλλον, ως ησυχαστήριο για να γράψει και είχε κάνει αμέτρητους περιπάτους και είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά τον τόπο. Πάνω – κάτω. Χωρίς πολλές κουβέντες με τους ντόπιους.

Κάτι σαν αυτοτιμωρούμενος, κάτι σαν απελεύθερος, κάτι σαν Αργοναύτης.

Ο Μάνος Φιλιππάκης, συγγραφέας το επάγγελμα, παιδί «καλής οικογενείας», αμερικανοσπουδασμένος, με τα γαλλικά του και τα ταξίδια του και τα αυτοκίνητά του, με κλεισμένα τα πενήντα, όλο αυτό τον καιρό είχε περιοριστεί στα απολύτως αναγκαία και τυπικά προς τους ντόπιους.

Χαίρετε, γεια σας, πως πάμε…. Κι αυτοί, περίπου δικαιολογημένα, τον έβλεπαν με μισό μάτι. Που θα πάει ; Δεν θα ξανοιχτεί; Δεν θα μπει σε κουβέντες; Σπίτι πάει να φτιάξει εδώ. Πόσο καιρό θα μένει τόσο μόνος; αναρωτιόντουσαν.

 

*** Ο Μωρίς δεν ήταν σίγουρος τι ήθελε να πει στον Κοκκινόπουλο να κάνει. Ήταν και η γραμμή κακή, άκουγε κι ένα τρομερό θόρυβο στο αυτί του, σαν να του μιλούσαν από την Ομόνοια.

-Δεν τάχει τελικά τα λεφτά;...Τίποτα;....Επιταγές;....τι επιταγές; ποιανού επιταγές; Πότε θα τάχει λέει; Μα...που είσαι τελικά; Εκεί είναι αυτός; Κοντά σου; Που είσαι; Λοιπόν...άκου να σου πω...πάρτις τις επιταγές...δώστου 2 μέρες διορία και πέστου ότι μέχρι μεθαύριο, άντε δώστου 3 μέρες αν χρειαστεί, μέχρι αντιμεθαύριο θα πρέπει να τα πληρώσει ΟΛΑ. Αλλιώς θα του πάρω το σπίτι του στο Πήλιο. Στο Πήλιο, ένα τεράστιο εξοχικό που έχει, σ ένα χωριό, στον Άγιο Λαυρέντιο, κάνει πάνω από 200 -250 εκατομμύρια. Και πούσαι...έχεις επάνω σου την ατζέντα σου την ηλεκτρονική; Μπράβο...άκου δυό τηλέφωνα που θέλω να γράψεις και μετά θα σου πω τι να κάνεις. Την πήρες την ατζέντα;...Πάρι; Την πήρες την ατζέντα; Μ ακούς; Πάρι; Πάρι; Τι γίνεται ; Τι συμβαίνει; Πάρι;

Η Σόλι μπήκε μέσα στο γραφείο και είδε τον Μωρίς όρθιο και αναψοκοκινισμένο, να μιλάει στο τηλέφωνο, να φωνάζει, να μορφάζει....

Ανησύχησε. Πήγε μόνη της στο κρυμμένο ψυγειάκι, έβγαλε ένα μπουκάλι Περριέ, πήρε ένα ποτήρι, άνοιξε ένα συρτάρι στο γραφείο του Μωρίς, πήρε ένα κουτάκι, τράβηξε μια κάψουλα…

-Πιες το φάρμακό σου, του είπε απότομα.

Ο Μωρίς πάσχιζε να ηρεμήσει. Κατάπιε την κάψουλα κρατώντας πάντα το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί του, ήπιε και το Περριέ…

Η Σόλι έμενε όρθια, δίπλα του και τον παρακολουθούσε.

-Ε, εντάξει, καλά είμαι, τι κάθεσαι εδώ σαν το διάολο πάνω απ΄ το κεφάλι μου;

Κόλλησε το ακουστικό στο αυτί του.

-Κι αν είναι να κάθεσαι εδώ...κάνε ησυχία. Προσπαθώ κάτι ν ακούσω...

 

*** Ο Άλκης έκανε μια ακόμη προσπάθεια να σκεφτεί. Τι συζητούσαν; Αν θα τον σκότωνε ο Κοκκινόπουλος; Αν θα του έδιναν την προθεσμία...Απλώς τον τρομοκρατούσαν; Πότε μπορούσε να έχει τα λεφτά; Πόσα μπορούσε να έχει; και μετά;

Ο Κοκκινόπουλος φαινόταν να έχει ηρεμήσει. Μιλούσε σχετικά ήρεμα και πιο χαμηλόφωνα τώρα στο κινητό. Είχε πλησιάσει πολύ στο κάγκελο. Κρατούσε το κινητό με το αριστερό χέρι. Τράβηξε το δεξί από το πέτο του και το έβαλε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού.

Πιστόλι. Θα έβγαζε πιστόλι και θα τον καθάριζε.

«Η τώρα ή ποτέ» σκέφτηκε ο Μακρυπίδης. « Στα δύσκολα σε θέλω». Μάζεψε όλη του την ενέργεια, έκανε δυο βήματα πίσω κι έπεσε με όλη του τη δύναμη επάνω στον Κοκκινόπουλο, σπρώχνοντάς τον με τα δυο του χέρια.

Η Μαίρη άνοιξε την πόρτα του γραφείου και μπήκε. Δεν υπήρχε ψυχή. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή...έτρεξε...άκουσε μια φριχτή φωνή να ουρλιάζει...Σα βρυκόλακας στις ταινίες...αααααααααααα.....βγήκε στη βεράντα...

-Στο διάολο κι ακόμα παραπέρα…κάθαρμα…και να σε προσέχει ο Άγιος Λαυρέντιος, φώναζε ο Μακρυπίδης.

Ο Κοκινόπουλος δεν είχε προλάβει να του πει για το σπίτι. Δεν επρόκειτο να του πει ποτέ.

*** O Mωρίς κοιτούσε μπροστά του και άκουγε. Είχαν περάσει 3-4 λεπτά σιωπής.

-Σε δέκα λεπτά το αυτοκίνητο θα είναι εδώ. Μπορείς να μου πεις τι έπαθες;

Και εκείνη τη φορά δεν της απάντησε. Κοιτούσε μπροστά του και κρατούσε ακόμα το ακουστικό κολλημένο στο αυτί του. Δεν ήταν πια αναψοκοκινισμένος. Ήταν ταραγμένος. Ευτυχώς που είχε πιει το φάρμακο και το Περριέ. Δεν θυμόταν τι ακριβώς ήταν αυτό το φάρμακο, πάντως κάτι για την καρδιά.

-Τι στο διάολο γίνεται; Ψέλλισε. Τι στο διάολο γίνεται;

***Ο Μακρυπίδης στεκόταν στην άκρη της βεράντας πάνω από το κάγκελλο.

-Πήγαινες γυρεύοντας έτσι; Γυρεύοντας πήγαινες. Και τον Άγιο Λαυρέντιο τι τον ήθελες ρε κάθαρμα; Να τον μαγαρίσεις ρε κτήνος;

Ο Άγιος Λαυρέντιος ήταν ξεχωριστός για τον Άλκη. Ήταν η μεγάλη του αγάπη και το χωριό και το σπίτι. Αλλά δεν πολυμίλαγε γι αυτόν. Μόνο στο Μάνο είχε ξανοιχτεί τόσο πολύ. Αλλά - του ήρθε...φλασιά...- και στον Εβραίο του είχε μιλήσει ένα βράδυ για το σπίτι του. Και του...τάχε φουσκώσει βέβαια, ήθελε να του κάνει και λίγο εντύπωση...μόνο που στην Κωνσταντίνα δεν είχε μιλήσει. Κάτι της είχε ψιλοπεί κάποια μέρα, αλλά - και δεν ήξερε και το γιατί- δεν της είχε εξηγήσει. Γιατί άραγε; Δεν ήταν σίγουρος.

Το κορμί του Κοκκινόπουλου είχε μόλις προσγειωθεί στον ουρανό ενός μπλδ παλιού Άουντι, παρκαρισμένου στην Κηφισίας, σαράντα μέτρα πιο κάτω. Ο Άλκης γύρισε προς τη Μαίρη.

-Έπεσε. Πρέπει να σκοτώθηκε. Πρέπει να φύγω, είπε.

 
        
 
©2004-2024 Created and Powered by EXIS I.T. - Designed by ::ittech.gr::